- στερεογραφόμετρο(ν)
- το стереографометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στερεογραφόμετρο — το, Ν (γεωδ.στερεογραφόμετρο χαρτ.) όργανο εύρεσης τού εμβαδού σφαιρικής επιφάνειας με βάση τη στερεογραφική της προβολή … Dictionary of Greek